- ποδίκροτον
- ποδίκροτοςclanking on the feetmasc/fem acc sgποδίκροτοςclanking on the feetneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποδίκροτος — ον, Α αυτός που κάνει κρότο καθώς κινούνται τα πόδια του («ποδίκροτον ἅμμα καθάψας», Ανθ. Πλαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδί, δοτ. τού πούς, ποδός + κρότος (πρβλ. ιππό κροτος)] … Dictionary of Greek